Κεφαλόποδα-σουπιά,καλαμάρι,χταπόδι
Ο αμμώδης και λασπώδης πυθμένας των λιμνοθαλασσών και του θαλάσσιου χώρου του Αμβρακικού κόλπου ευνοεί την ανάπτυξη μεγάλων αριθμών από πολλά είδη ασπόνδυλων. Αυτό άλλωστε φαίνεται χαρακτηριστικά στη σύσταση λουρονησίδων, οι οποίες αποτελούνται από αμέτρητα κελύφη αχιβάδων και άλλων μαλακίων.
Στις χερσαίες περιοχές, ο μεγάλος πλούτος της βλάστησης συγκεντρώνει μεγάλη ποικιλία εντόμων και άλλων χερσαίων ασπόνδυλων όπως λεπιδόπτερα, ορθόπτερα, κολεόπτερα και πολλά άλλα. Την άνοιξη και το καλοκαίρι αμέτρητα έντομα ολοκληρώνουν τον κύκλο της ζωής τους στους βιότοπους του Αμβρακικού. Τα ασπόνδυλα είναι πολύ σημαντική ομάδα οργανισμών γιατί βρίσκονται στη βάση της τροφικής πυραμίδας και κυριολεκτικά τρέφουν πλήθος άλλων ζώων.
Βιολογία: Δεκάποδο καρκινοειδές,εκπρόσωπος του γένους Penaeus στην Μεσόγειο, η γνωστή γάμπαρη. Γεννά την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου, κοντά στις ακτές. Το χειμώνα αποσύρεται σε μεγαλύτερα βάθη, 60-100m. Οι προνύμφες της παρασύρονται στις ακτές και προτιμούν τα υφάλμυρα νερά στα δέλτα των ποταμών ή τις λιμνοθάλασσες.
Οικολογία: Ζει στο βυθό σε αμμοϊλυώδες υπόστρωμα με φύκια ή σε βράχους. Στα πρώτα στάδια της προνύμφης τρέφεται με φυτοπλαγκτόν και αργότερα με ζωοπλαγκτόν και μικρά καρκινοειδή, μαλάκια κ.λ.π
Αλιευτική παραγωγή: Κατά τους ψαράδες του Αμβρακικού, η παραγωγή της γαρίδας παρουσιάζει μια περιοδικότητα τεσσάρων χρόνων. Προφανώς αυτό οφείλεται στην υπεραλίευσή της και ιδιαίτερα την περίοδο Ιουλίου-Αυγούστου, όταν η γαρίδα είναι αυγωμένη
Αλιευτικά πεδία: Χαρακτηριστικό είδος του Αμβρακικού κόλπου και των λιμνοθαλασσών. Ψαρεύεται στην παράκτια ζώνη του Αμβρακικού κοντά στο στόμιό του, στο Πλαματερό, στη Μπούκα-Αμφιλοχία και απένσντι, στον όρμο της Βόνιτσας. Ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και κυρίως τους ανέμους την εποχή της γέννας, οι προνύμφες κατευθύνονται είτε στο εσωτερικό των λιμνοθαλασσών, είτε στις ακτές του κόλπου, όπου αλιέεύονται αργότερα ως ώριμα άτομα, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους. Έτσι παρουσιάζεται το φαινόμενο η γαρίδα που γεννά στις εκβολές του Άραχθου και του βωβού να αλιεύεται περιοδικά, είτε στον κόλπο, είτε στη λιμνοθάλασσα της Λογαρούς.
Παραδοσιακή αλιεία: Η γαρίδα στον κόλπο ψαρεύεται τη νύχτα με πυροφάνι και γαριδόδιχτα. Στις λιμνοθάλασσες πιάνεται στις ιχθυοπαγίδες τα βράδια, με τη βοήθεια απόχης και πηγής φωτός. Στις λιμνοθάλασσες η αλιεία της γάμπαρης κρατάει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο και πάλι τον Σεπτέμβριο-οκτώβριο. Παλαιά η γαρίδα αλιευόταν και το χειμώνα με την τράτα στα σημεία που καταφεύγει, δηλαδή ανοιχτά των εκβολών του Άραχθου στο μεγαλύτερο βάθος του Αμβρακικού κόλπου. Σήμερα απαγορεύεται το ψάρεμα της τράτας.
Βιολογία:Τα κεφαλόποδα είναι θαλασσινά είδη, εκτός από τη σουπιά, η οποία έλκεται και από τα υφάλμυρα νερά. Έχουν χαρακτηριστικό σώμα, με το πόδι να ενώνεται κατευθείαν με το κεφάλι και αυτό με την κοιλιά. Διαθέτουν σκληρή βλενώδη επιδερμίδα, με χρώμα λευκό έως γκριζόλευκο.
Οικολογία: Το χταπόδι και το καλαμάρι προτιμούν τις βραχώδεις ακτές, ενώ η σουπιά τα αμμώδη υποστρώματα, σε κολπίσκους και υφάλμυρα νερά, όπου ζει στα λιβάδια του φύκους Zostera sp., του λεγόμενου χελόφυτου.
Αλιευτικά πεδία: Στην περιοχή αυθονεί η σουπιά και ιδιαίτερα στα στόμια των λιμνοθαλασσών, στους αβαθείς αμμοϊλυώδεις όρμους του Αμβρακικού κόλπου και στις εκβολές του Λούρου και του Άραχθου.
Παραδοσιακή αλιεία: Η σουπιά και τα καλαμάρια πιάνονται με τον καμαρολόγο, ειδική παγίδα για τα κεφαλόποδα, που δολώνεται με σαυρίδια.
Αλιευτική παραγωγή: Η αλιευτική παραγωγή της σουπιάς παραμένει υψηλή. Αντίθετα τα καλαμάρια έχουν μειωθεί σημαντικά.
Βιολογία: Είναι γνωστή στους περισσότερους η περίεργη ιστορία του χελιού. Περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε λίμνες ή λιμνοθάλασσες και, ότσν ωριμάσει γενετικά, αρχίζει το μεγάλο ταξίδι επιστροφής στη θάλασσα των Σαργασσών, έξω από τις ανατολικές ακτές της Β.Αμερικής, την περίοδο Απριλίου-Δεκεμβρίου. Προηγουμένως, ετοιμάζεται κατάλληλα για το ταξίδι με τη συσσώρευση λίπους στο σώμα του, ενώ συρρικνώνονται όλα τα άλλα όργανά του, εκτός αυτών της αναπαραγωγής. Ζευγαρώνει και πεθαίνει, ενώ οι προνύμφες του μεταφέρονται παθητικά από το θερμό ρεύμα του Gulf stream στις ακτές της Ευρώπης. εκεί, οι σε μορφή διάφανου φύλλου, προνύμφες μεταμορφώνονται εσωτερικά (φυσιολογικά) και εξωτερικά (μορφολογία), και με τη μορφή άσπρου σκουληκιού σε μέγεθος σπίρτου, ανεβαίνουν και πάλι στα εσωτερικά νερά, για να αποικίσουν τις λιμνοθάλασσες, τις λίμνες, τα ποτάμια και γενικά κάθε μορφής στάσιμο ή χαμηλής ροής γλυκό νερό.
Οικολογία: Χαρατηριστικό είδος των υφάλμυρων νερών, έλκεται από τα υφάλμυρα και πλούσια σε τροφή νερά των διβαριών, στα οποία μπορεί να εισέλθει και από την ξηρά, υπό την προϋπόθεση ότι θα βρει νωπή βλάστηση για να μετακινηθεί. Εκεί παραμένει ντο μεγαλύτερο τμήμα της ζωής του. Σε περίπτωση απουσίας υφάλμυρου οικοσυστήματος, συνεχίζει την πορεία του μέσα από ποτάμια, ή βρεγμένα χόρτα, προς τις λίμνες ή τους βάλτους.
Αλιευτικά πεδία: Το χέλι παγιδεύεται, είτε σε θέσεις περάσματα, μέσα στον Αμβρακικό κόλπο, τα λεγόμενα χελοδίβαρα ή στα διβάρια των λιμνοθαλασσών του Αμβρακικού, στις λεγόμενες βάρδιες. Είναι γνωστό ότι το χέλι "κατεβαίνει" προς τις λιμνοθάλασσες, όπου κσι συλλαμβάνεται, τον χειμώνα και ιδιαίτερα ύστερα από καταιγίδα με αστραπές, φαινόμενο που δεν είναι σπάνιο στην περιοχή.
Παραδοσιακή αλιεία: Τόσο στα χελοδίβαρα, όσο και στις βάρδιες, το χέλι πιάνεται σε βωλκούς, οι οποίοι εγκαθίστανται εν σειρά στη θέση του περάσματος ή πίσω από τις ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις στις λιμνοθάλασσες.
Αλιευτική παραγωγή: Η παραγωγή του χελιού, στα διβάρια του Αμβρακικού και στα περάσματα του κόλπου, έχει μειωθεί δραματικά από το 1988 μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, στη λιμνοθάλασσα του Τσουκαλιού όπου, πριν το 1986, ψαρεύονταν περί τους 100 τόνους χελιού, σήμερα πιάνονται μόλις 10-15 τόνοι. Η ίδια κατάσταση σημειώνεται και στις άλλες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των αλιευτικών συνεταιρισμών, αφού το χέλι μαζί με τον κέφαλο αποτελούν τα κύρια σε ποσότητα και αξία αλιεύματα των διβαριών.